Διάγνωση
Διάγνωση είναι η διεπιστημονική αξιολόγηση με σκοπό τον εντοπισμό διαταραχών ή αποκλίσεων από τον αναμενόμενο μέσο όρο, (Siegel, 1999). Γίνεται σε κέντρα όπως τα ΚΕΔΔΥ. Το πόρισμα της διαγνωστικής διαδικασίας προσδιορίζει την κατηγορία του προβλήματος/διαταραχής και είναι απαραίτητο για τον σχεδιασμό της κατάλληλης παρέμβασης. Από την άλλη, η διαγνωστική αξιολόγηση γίνεται στο σχολικό πλαίσιο και αφορά στον προσδιορισμό της κατακτημένης γνώσης του μαθητή και της ετοιμότητάς του, δηλαδή στοχεύει στον καθορισμό της ζώνης της επικείμενης ανάπτυξής του. Πραγματοποιείται μέσα στο σχολείο από τους εκπαιδευτικούς και απευθύνεται σε όλους τους μαθητές.
Διεπιστημονικότητα
Η διεπιστημονικότητα δεν είναι ένα μηχανιστικό άθροισμα των επιμέρους αξιολογήσεων, αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση των στοιχείων των επιμέρους αξιολογήσεων, που οδηγούν σε συνέργειες, ολιστικές προσεγγίσεις, αναλύσεις, διερευνήσεις και εντέλει σε συνθέσεις (Choi & Pak, 2006, 2007, 2008). Για να ικανοποιηθεί η αρχή της διεπιστημονικότητας στη διαδικασία αξιολόγησης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής στοιχεία: (α) κοινωνικό και αναπτυξιακό ιστορικό, (β) εκτίμηση του νοητικού δυναμικού (ευφυΐας), (γ) εκτίμηση προφορικού λόγου, (δ) αξιολόγηση μαθησιακού επιπέδου, και συγκεκριμένα i. εκτίμηση του γλωσσικού γραμματισμού και ii. εκτίμηση του μαθηματικού γραμματισμού. Αρκετές φορές η διαδικασία απαιτείται (κυρίως για λόγους διαφορικής διάγνωσης) από παιδοψυχιατρική εκτίμηση και άλλες επιμέρους εκτιμήσεις (Berninger, 2001).
WISC
Το πιο συνηθισμένο τεστ νοημοσύνης στη διαδικασία αξιολόγησης των μαθησιακών δυσκολιών στα ΚΕΔΔΥ και τα ΙΠΔ κέντρα είναι το WISC-III (Wechsler, 1967, 1974, 1991). Στις ΗΠΑ έχει ήδη κυκλοφορήσει το WISC-V (Wechsler, 2014). Η αναφορά στο σημείο αυτό γίνεται για το WISC-III, καθώς αυτή είναι η έκδοση που χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Το WISC-III απευθύνεται σε παιδιά 6.00-16.11 ετών, είναι ατομικό τεστ και αποτελείται από 6 λεκτικές και 7 πρακτικές υποκλίμακες. Ο χρόνος που απαιτείται για τη χορήγησή του είναι 60-80 λεπτά. Οι αρχικές τιμές στις επιμέρους κλίμακες μετατρέπονται στους τυπικούς βαθμούς, και με τη βοήθεια των σχετικών πινάκων, δημιουργείται το αναπτυξιακό προφίλ του εξεταζόμενου παιδιού. Υπολογίζονται τρεις δείκτες: (α) ο δείκτης λεκτικής νοημοσύνης, (β) ο δείκτης πρακτικής νοημοσύνης, και (γ) ο γενικός δείκτης (δείκτης ευφυΐας). Τέλος, βρίσκονται στους σχετικούς πίνακες οι αναπτυξιακές ηλικίες του παιδιού που αντιστοιχούν στον γενικό δείκτη και τις 2 υποκλίμακες.
Κοινωνικό ιστορικό
Το κοινωνικό ιστορικό είναι οι πληροφορίες από τους γονείς και τους δασκάλους, οι οποίες μας δίνουν πολλά στοιχεία σχετικά με τη συνολική ανάπτυξη ενός μαθητή και σχετικά με το προφίλ των δυνατών στοιχείων και των αδυναμιών του. Καθώς οι μαθησιακές δυσκολίες, τύπου δυσλεξίας, διατρέχουν τις οικογένειες, επειδή έχουν γενετική βάση, το οικογενειακό ιστορικό αποτυπώνει τις περιπτώσεις δυσλεξίας σε άλλα μέλη της οικογένειας, από όπου προκύπτει η πιθανότητα ύπαρξης ή μη δυσλεξίας και στο υπό αξιολόγηση μέλος της ίδιας οικογένειας. Μια οικογενειακή ιστορία σχετική με καθυστέρηση ή διαταραχή ομιλίας και λόγου καθιστά το παιδί υποψήφιο (σε επικινδυνότητα) για αναγνωστικές δυσκολίες. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τους τύπους και τα χρονικά διαστήματα οποιωνδήποτε παρεμβάσεων έχει λάβει ο μαθητής στο σχολείο, στο σπίτι, από επαγγελματίες ή μέλη της οικογένειας, καθώς και την ανταπόκριση του μαθητή σε τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Από το άλλο μέρος, η ελλιπής παρακολούθηση των μαθημάτων και η ελλειμματική φοίτηση στο σχολείο, αποτελούν λόγο αποκλεισμού των μαθησιακών δυσκολιών, αφού τα προβλήματα μάθησης του παιδιού αυτού μπορεί να αποδοθούν σε αυτήν την αιτία (μειωμένη σχολική φοίτηση). Τις πληροφορίες αυτές τις συγκεντρώνει ο κοινωνικός λειτουργός ή ο επαγγελματίας κοινωνικής εργασίας, διεξάγοντας συνέντευξη με τους γονείς, συνήθως τη μητέρα, και άλλους σημαντικούς ενήλικες του στενού κοινωνικού περιβάλλοντος του παιδιού. Η διαδικασία της συνέντευξης είναι πολύ σημαντική, καθώς είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν οι συνθήκες συναισθηματικής ασφάλειας και εμπιστευτικότητας, ενώ η συζήτηση πρέπει να παραμένει στα σημαντικά και να μην «χάνεται» σε συναισθηματικά φορτισμένες λεπτομέρειες που λίγο διαφωτίζουν το υπό εξέταση θέμα.